30 Νοε 2019

Η ΙΣΠΑΝΙΔΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ

PHILIPPA GREGORY
Μετάφραση ΒΟΥΛΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ
Σελ. 654, Μάρτιος 2019

     Ένα λαμπρό παράδειγμα του πως η Ιστορία μπορεί να μετατραπεί σε συναρπαστικό ανάγνωσμα, είναι η μυθιστορηματική βιογραφία που έγραψε η βρετανίδα ιστορικός και συγγραφέας P. Gregory.
     Το βιβλίο περιλαμβάνει τη βιογραφία της Αικατερίνης της Αραγονίας, που υπήρξε σύζυγος του πρίγκιπα της Ουαλίας Αρθούρου και βασίλισσα της Αγγλίας, ως σύζυγος του βασιλιά Ερρίκου του Η!
     Η Αικατερίνη γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1485. Ήταν κόρη του Φερδινάνδου Β! της Αραγονίας και της Ισαβέλλας Α! της Καστίλλης. «Είμαι η Καταλίνα, πριγκίπισσα της Ισπανίας, κόρη των δύο σπουδαιότερων βασιλιάδων που γνώρισε ποτέ ο κόσμος: της Ισαβέλλας της Καστίλης και του Φερδινάνδου της Αραγονίας. Τα ονόματά τους γεννούν τον τρόμο […] στους Μαυριτανούς όλων των εθνών». Θεωρήθηκε λόγω καταγωγής, ότι αποτελεί την ιδανική σύζυγο για τον Αρθούρο, πρίγκιπα της Ουαλίας, μεγαλύτερου γιου του Ερρίκου Ζ! της Αγγλίας και διαδόχου του θρόνου. Έτσι η Αικατερίνη, από ηλικία τριών ετών «αρραβωνιάστηκε» τον Αρθούρο και ανατράφηκε με τέτοιο τρόπο ώστε όταν γίνει κάποια μέρα βασίλισσα να είναι έτοιμη ν’ ανταποκριθεί στα καθήκοντά της. «Όταν ήμουν μόλις τριών χρόνων, αρραβωνιάστηκα τον πρίγκιπα Αρθούρο, τον γιο του βασιλιά Ερρίκου της Αγγλίας και όταν γίνω δεκαπέντε, θα ταξιδέψω στη χώρα του με ένα όμορφο καράβι, που στο κατάρτι του θα έχει υψωμένο το λάβαρό μου, και θα γίνω σύζυγός του και ύστερα βασίλισσά του».
    Οι δύο νέοι αλληλογραφούσαν στα λατινικά για να γνωριστούν. Από κοντά είδαν ο ένας τον άλλο το Νοέμβριο του 1501, όταν έγινε ο γάμος τους. Λίγες εβδομάδες μετά, ο Αρθούρος με τη σύζυγό του, πήγαν στο κάστρο Λάντολοου στην Ουαλία, για να ασκήσει τα καθήκοντά του ως Πρίγκιπας της περιοχής. Εκεί οι σχέσεις του ζευγαριού ισχυροποιήθηκαν και εξομαλύνθηκαν, αφού μέχρι τότε τα λόγια που αντάλλαξαν μεταξύ τους, ήταν ελάχιστα. Όμως ο Αρθούρος προσβλήθηκε από ασθένεια και πέθανε στις 2 Απριλίου 1502, αφήνοντας την Αικατερίνη χήρα, σε ηλικία 16 ετών.
     Η Αικατερίνη κατάλαβε ότι αυτό για το οποίο προετοιμαζόταν από τότε που γεννήθηκε, δηλ. να γίνει βασίλισσα της Αγγλίας, δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Όμως είναι πολύ φιλόδοξη για να εγκαταλείψει το όνειρό της και τον σκοπό της ζωής της. Τότε καταστρώνει ένα σχέδιο. Διακηρύσσει ότι ο γάμος της με τον Αρθούρο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Αυτό, σε συνδυασμό με την φιλαργυρία του πεθερού της, που θα έπρεπε να επιστρέψει την προίκα της στον πατέρα της και να παράσχει επίδομα στη νεαρή χήρα, δίνουν τη λύση: η Αικατερίνη θα μπορούσε να παντρευτεί τον νέο διάδοχο του θρόνου, τον δευτερότοκο Ερρίκο (τον Η!), που ήταν πέντε χρόνια μικρότερός της, δηλ. μόλις έντεκα ετών! Ο γάμος αναβαλλόταν συνεχώς μέχρι να φτάσει υποτίθεται ο Ερρίκος  σε κατάλληλη ηλικία. Ο πραγματικός λόγος όμως ήταν οι διευθετήσεις που έπρεπε να γίνουν σχετικά με την προίκα. Όλο αυτό το διάστημα, η Αικατερίνη, χωρίς κανένα εισόδημα, ζει σε συνθήκες ένδειας στον Οίκο Ντίρχαμ του Λονδίνου.
     Ο δεύτερος γάμος έγινε τελικά στις 11 Ιουνίου 1509 σε ιδιωτική τελετή στο Γκρίνουιτς. Η Αικατερίνη ήταν 23 ετών και ο Ερρίκος 18. Η τελετή της στέψης, έγινε στις 24 Ιουνίου. Η Αικατερίνη πιο ώριμη από τον ανέτοιμο να κυβερνήσει σύζυγό της, ανέλαβε τα ηνία. «Η Αικατερίνη χαμογελούσε σε όλους, δεν ξεκουραζόταν ποτέ, δεν έλεγε όχι σε καμιά πρόκληση ή πρόσκληση και φρόντιζε ο έφηβος σύζυγός της να διασκεδάζει όλη μέρα. Αργά αλλά σταθερά πήρε στα χέρια της τη διαχείριση των διασκεδάσεων, κατόπιν του οίκου, έπειτα των βασιλικών υποθέσεων και τέλος ολόκληρου του βασιλείου».
     Η Αικατερίνη έμεινε έγκυος έξι φορές, αλλά μόνο ένα από τα μωρά επέζησε. Ήταν το κορίτσι που γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1516, ή μετέπειτα βασίλισσα Μαρία. Τα υπόλοιπα παιδιά, είτε γεννήθηκαν νεκρά, είτε πέθαναν λίγο μετά τη γέννα. Αυτό δυσαρέστησε τον Ερρίκο, που άρχισε να πιστεύει ότι ο γάμος του με τη χήρα του αδελφού του, ήταν καταραμένος. Το ίδιο χρονικό διάστημα (1525), μια νεαρή και φιλόδοξη κυρία επί των τιμών, η Άννα Μπολέιν, κατάφερε να σαγηνεύσει τον Ερρίκο. Αυτός, επιθυμώντας να αποκτήσει νόμιμο διάδοχο, ζήτησε από το Βατικανό την ακύρωση του γάμου με την Αικατερίνη, για να παντρευτεί την Άννα. Ο Πάπας τον απαγόρευσε να ξαναπαντρευτεί, πριν αποφασίσει οριστικά. Όμως, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τον Ισπανό βασιλιά, αλλά και να διατηρήσει τις καλές σχέσεις με την Αγγλία, δίσταζε και δεν εξέδιδε απόφαση. Τότε ο Ερρίκος συγκάλεσε ειδικό δικαστήριο, που ακύρωσε το γάμο του με την Αικατερίνη και του επέτρεπε να παντρευτεί την Άννα. Η Αικατερίνη εκδιώχτηκε από το παλάτι και τα διαμερίσματά της δόθηκαν στη νέα σύζυγο του βασιλιά. Μέχρι το τέλος της ζωής της, θεωρούσε τον εαυτό της ως τη μοναδική νόμιμη σύζυγο του Ερρίκου και βασίλισσα της Αγγλίας.
     Πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1536, στο απομακρυσμένο κάστρο Κίμπολτον, όπου είχε μεταφερθεί το 1535, ενώ της είχε απαγορευτεί να βλέπει και την κόρη της. Διατηρούσαν όμως μυστική αλληλογραφία μέσω έμπιστων φίλων.
     Το βιβλίο «Η Ισπανίδα Πριγκίπισσα», είναι εξαιρετικό. Όπως γράφω και στην αρχή, είναι ιδανικό παράδειγμα της μετατροπής της Ιστορίας σε συναρπαστική λογοτεχνία. Για να γίνει αυτό, απαιτείται να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις: είναι απαραίτητο ο συγγραφέας να έχει την ανάλογη κατάρτιση, να έχει κάνει την αναγκαία έρευνα και να κατέχει την τέχνη της γραφής και του χειρισμού του λόγου. Η P. Gregory έχει όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Έτσι μπορεί και μας χαρίζει ένα μοναδικό πορτραίτο μιας έξυπνης, φιλόδοξης και πεισματάρας γυναίκας, τις ίντριγκες και τις συνωμοσίες που γινόταν στην βασιλική αυλή, αλλά και την τοιχογραφία μιας εποχής, σημαντικής για την πορεία της Ευρώπης.           

28 Νοε 2019

ΕΞΗΜΕΡΩΣΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΜΤΣΙΟΣ
Εκδόσεις BELL
Σελ. 380, Οκτώβριος 2019

     Το δεύτερο μυθιστόρημα του Γ. Δάμτσιου με πρωταγωνιστή τον ελληνο-ιταλό Λούκα Κοντρέτι, κυκλοφόρησε πριν από δύο περίπου μήνες.
      Στο μυθιστόρημα αυτό, ο Λούκα αναλαμβάνει να βοηθήσει τον φίλο του, ιδιωτικό ερευνητή Τζορτζ Ντόρμερ, τον οποίο είχε γνωρίσει ένα χρόνο πριν. Ο Ντορμερ, έχει αναλάβει μια υπόθεση στη Θεσσαλονίκη. Όμως έχει ένα μπλέξιμο στο Αμβούργο και δεν θα προλάβει να τη φέρει σε πέρας. Είναι μια φαινομενικά απλή υπόθεση και ο Λούκα παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του, αποφασίζει να την αναλάβει. Πρέπει να κρατήσει κρυμμένη και ασφαλή από τα αφεντικά της μια νεαρή πόρνη για λίγες μέρες, έναντι υψηλότατης αμοιβής, που φτάνει σχεδόν τα 23 χιλ. ευρώ! «Ήταν μαύρη, κατά πάσα πιθανότητα Αφρικανή. Την έβρισκα εξαιρετικά όμορφη, με γλυκύτατο πρόσωπο και κορμί από αυτά που εμείς οι άντρες ενίοτε χαρακτηρίζουμε «φωτιά». Λεπτή, καλλίγραμμη, ολόισια πόδια, στητό και πλούσιο στήθος […] Ήταν πολύ μικρή, ενδεχομένως και ανήλικη. Δεν μπορούσα να βάλω και το χέρι στη φωτιά, αφού ήταν έντονα μακιγιαρισμένη…». Η επαφή της νεαρής, που ονομαζόταν Χόουπ, με τον Τζορτζ, έγινε τυχαία, μέσω του ιδιοκτήτη του μπαρ Black Arrow, του Ντάριο που ήταν φίλος και του Λούκα. «Πριν καμιά εβδομάδα την έφερε εδώ ένας πελάτης της, ο οποίος στη συνέχεια την άφησε μόνη για καμιά ώρα επειδή κινδύνευε να τον ανακαλύψει η γυναίκα του. Σ’ εκείνο το διάστημα, το κορίτσι ήταν έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Έτσι της είπα ότι αν μπορώ να κάνω κάτι για να τη βοηθήσω, να μου το πει. Και, αν και δεν το περίμενα, ήρθε σήμερα το πρωί και μου είπε ότι χρειάζεται προστασία». Όταν παρέλαβε την Χόουπ από το Black Arrow, ο Λούκα αποφάσισε να την μεταφέρει στη Νάουσα, όπου ο Ντόρμερ, είχε ένα σπίτι στην ιδιοκτησία του. Σκέφτηκε ότι πιο εύκολα θα μπορούσε να την κρύψει κάπου εκτός Θεσσαλονίκης για το χρονικό διάστημα που απαιτούνταν. «…ήταν Δευτέρα και κόντευαν μεσάνυχτα. Στην ουσία ήταν τέσσερα γεμάτα εικοσιτετράωρα συν ο σημερινός ύπνος».
     Σύντομα όμως θα αντιληφθεί ότι η υπόθεση είναι πιο πολύπλοκη απ’ ότι νόμιζε. Γιατί οι άνθρωποι που είχαν στην «ιδιοκτησία» τους τη Χόουπ, θέλουν οπωσδήποτε να την πάρουν πίσω και μάλιστα σύντομα. Ο πελάτης που έρχεται από το εξωτερικό και δίνει ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσό για ένα βράδυ μαζί της, δεν θέλει να περιμένει. Και όταν καταλάβει ότι αυτός ο πλούσιος άντρας ετοιμάζεται να εξαπολύσει ένα κακό που θα πλήξει τη χώρα, αλλά και ότι έχει έναν ακόμα εχθρό, ένα φάντασμα από το παρελθόν, όταν ήταν ένας Ευγενής Άγριος που τον κυνηγούσαν οι Γκρίζες Αράχνες, θα θυμηθεί τα σχεδόν προφητικά λόγια του Τζορτζ, όταν πρωτομίλησαν για την υπόθεση: «Αυτά που θα βιώσεις όσο ασχολείσαι με τη νεαρή πιθανόν να σου αλλάξουν τη ζωή ανεπανόρθωτα».
     Όμως ο Λούκα δεν είναι από αυτούς που τα  παρατάνε εύκολα. Θα τα βάλει με όποιους και όσους χρειαστεί τόσο για να υπερασπιστεί τη Χόουπ, όσο και να σώζει την ίδια του τη ζωή.
     Το «Εξημέρωση» είναι ένα συναρπαστικό θρίλερ με έντονη κινηματογραφική δράση, σασπένς και ανατροπές, που δύσκολα μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου και κρατάει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα.   


25 Νοε 2019

ΤΟΚΟΡΟΡΟ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
Σελ. 286, Απρίλιος 2019

     Το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Μόσχου με τον παράξενο τίτλο «Τοκορόρο», θα μας απασχολήσει σήμερα.
     «Στην Κούβα, στα δάση, ζει ένα πουλί. Οι ντόπιοι το λένε τοκορόρο. Έχει μπλε φτερά σαν τον ουρανό, κόκκινη κοιλιά σαν φωτιά, και λευκό λαιμό σαν τα όνειρα. Ακριβώς όπως τα χρώματα της σημαίας της Κούβας. Γεννημένο από φωτιά και ουρανό, στον κόσμο των ονείρων. Αν το κλείσει κανείς σε κλουβί, χτυπιέται στα κάγκελα να ελευθερωθεί, μέχρι να το πετύχει ή να πεθάνει προσπαθώντας. Ελευθερία ή θάνατος».
     Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1961 στο Μαϊάμι. Η αμερικανική κοινωνία, «κουρασμένη» από τη διαφθορά της αστυνομίας και τη δράση παρακρατικών ομάδων που έχουν την  υποστήριξη των μυστικών υπηρεσιών, στηρίζει τις ελπίδες της για καλύτερο μέλλον, στον νέο πρόεδρο, τον Τζον Κένεντι. «Ελπίδα. Αυτό περιμένουν από σένα, νέε πρόεδρε, και γι’ αυτό μόνο σε έβαλαν εκεί που είσαι». Ο αρχηγός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Τέρι Φρίμαν, βρίσκεται σε μια δεξίωση, όταν ενημερώνεται για τη δολοφονία του Μπαντ Στόουν, μικροκακοποιού  και στελέχους της Κου Κλουξ Κλαν. Αυτό που είναι ασυνήθιστο, σε αυτή την ανθρωποκτονία, είναι η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το πτώμα. «Ένας κλόουν κειτόταν μπροστά τους. Ένας περίεργος, ολόγυμνος κλόουν. Ήταν ένας κλόουν δημιούργημα, βγαλμένος από τα πιο τρελά όνειρα του πιο τρελού ονειροπόλου. Βαμμένος και μακιγιαρισμένος με το δικό του αίμα. Ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος του και τα πόδια ανοιχτά. Στο κεφάλι περούκα. Ροζ. Από τη βάση της είχε αρχίσει να διαφαίνεται αίμα. Λες και το λάστιχο της περούκας το κρατούσε από κάτω μη χυθεί και πλημμυρίσει όλο το κεφάλι. Τα μάτια του είχαν αφαιρεθεί και κάτι άλλο είχε τοποθετηθεί εκεί». Ο Φρίμαν υποθέτει ότι το θύμα «τσάτισε» για κάποιον λόγο την τοπική μαφία, με την οποία το Τμήμα έχει αγαστή και αρμονική συνεργασία. «Μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η αστυνομία είχε κυρίως διακοσμητικό ρόλο. Ανάμεσα στις διασημότητες και την πλήρη κάλυψή τους, οι αστυνομικοί ξεκουράζονταν και τα συνδικάτα της Μαφίας έκαναν τη δουλειά τους, ξεσκαρτάριζαν τους μικροαπατεώνες, έλεγχαν το έγκλημα και χρησιμοποιούσαν το Κεντρικό Τμήμα για να νομιμοποιήσουν τα τσιφλίκια τους, να κρατάνε τα σύνορά τους και να ηρεμούν τον απλό κόσμο».
     Η ειδεχθής φύση της δολοφονίας, ωθεί τον Φρίμαν να αναθέσει την υπόθεση στον αδιάφθορο, αμφιλεγόμενο, αντισυμβατικό και πολύ αποτελεσματικό επιθεωρητή Τσαντ Ληρόι και τον νεαρό βοηθό του Κερτ. Για να μπορέσουν να βρουν μια άκρη, ο Ληρόι θα χρησιμοποιήσει το δίκτυο των πληροφοριοδοτών που διαθέτει, αλλά και πάλι τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Σύντομα ακολουθούν και άλλες παρόμοιες δολοφονίες, κάτι που αυξάνει την πίεση και «αθωώνει» τη Μαφία. Τα ελάχιστα στοιχεία, οδηγούν τελικά σε έναν καβγά που έγινε στη διάρκεια μιας παρτίδας πόκερ και στον μυστηριώδη Στίνγκερ, που απ’ ότι φαίνεται, ετοιμάζει ένα «στρατό» από εξόριστους Κουβανούς και περιθωριακούς Αμερικανούς. Σκοπός τους; Να εισβάλουν στην Κούβα, ν’ ανατρέψουν το καθεστώς που έχει εγκαθιδρύσει ο Κάστρο και οι σύντροφοί του και να επαναφέρουν το διεφθαρμένο καθεστώς Μπατίστα, που είχε μετατρέψει την Κούβα σε ένα τεράστιο καζίνο και οίκο ανοχής! Με αυτά τα στοιχεία, ο Τσαντ και ο βοηθός του, προσπαθούν να ξετυλίξουν το κουβάρι…
     Το «Τοκορόρο», είναι ένα αστυνομικό θρίλερ, γραμμένο στα χνάρια των αμερικανών κλασικών του είδους. Έχει πολλά από τα στοιχεία που χρησιμοποίησαν αυτοί: έναν κεντρικό χαρακτήρα με ιδιαιτερότητες, διεφθαρμένους αστυνομικούς, αδίστακτους μαφιόζους. Ακόμα το ειδεχθές των δολοφονιών,  παραπέμπει στους νεότερους σκανδιναβούς συγγραφείς. Φαίνεται ότι ο συγγραφέας του βιβλίου έχει μελετήσει καλά και τους μεν και τους δε. Τα «διαβάσματά» του όμως, είναι καλά «χωνεμένα» και μετουσιωμένα, έτσι ώστε το έργο του να βασίζει  την έμπνευσή του στους κλασικούς, αλλά δεν τους αντιγράφει. Άλλωστε είναι κοινά παραδεκτό, ότι στην Τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση.
     Κλείνοντας να αναφέρω δύο εντυπωσιακά γεγονότα. Το πρώτο είναι ότι ένα τόσο καλογραμμένο μυθιστόρημα, με ανατροπές και αναπάντεχη εξέλιξη, είναι το πρώτο του συγγραφέα. Το δεύτερο είναι ότι ενώ ο συγγραφέας είναι Έλληνας, «κινείται» με εκπληκτική άνεση στον αμερικανικό νότο, σε ένα ευρύ χρονικό διάστημα (1938-1961).

20 Νοε 2019

ΟΔΗΓΟΣ ΦΟΝΩΝ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΚΟΛΤΣΟΣ
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σελ. 421, Ιούνιος 2019

     Το δεύτερο μυθιστόρημα του Α. Γκόλτσου σας παρουσιάζω σήμερα.
     Ο Αλκιβιάδης Πικρός, είναι ένας 36χρονος συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών. Μετά από ένα βίαιο και μεγάλο ψυχικό τραύμα που βίωσε πριν από λίγο καιρό, δεν μπορεί να γράψει ούτε γραμμή. Έχει ένα μοναδικό συγγενή, τον θείο Αλκιβιάδη, με τον οποίο δεν θέλει να έχει οποιαδήποτε σχέση. Ζει μόνος σε ένα διαμέρισμα στο Μετς. Το τραύμα έχει εντείνει την τάση του να αποφεύγει τους ανθρώπους. Έχει επαφή με ελάχιστους, κυρίως τηλεφωνικά, όποτε απαντά στο τηλέφωνο ή όταν το έχει συνδεδεμένο στην πρίζα. Όσο για το κινητό του, το θεωρεί μηχάνημα του… διαβόλου. Η συμπεριφορά του είναι εντελώς αλλοπρόσαλλη. Άλλες φορές περνάει ατέλειωτες ώρες καπνίζοντας, πίνοντας αμέτρητους καφέδες και κοιτώντας το ταβάνι. Άλλες νιώθει τους τοίχους να τον πλακώνουν και παίρνει τους δρόμους. Όπως είναι φυσικό, λόγω της συμπεριφοράς του και λόγω των όσων βίωσε, η δημιουργία σχέσης, δεν περνά ούτε καν σαν σκέψη από το μυαλό του. Μόνο αραιά και που, φροντίζει η βόλτα του να περνά έξω από το μπαρ Odeon, όπου εργάζεται η Ζουλού (κατά κόσμον Λίζα Λέκκα), με την οποία γνωρίζονται και ανταλλάσουν έναν χαιρετισμό. Αυτό είναι ότι πιο κοντινό έχει σε ερωτική σχέση. Ένα νεύμα κάπου-κάπου. Έχει αντιστρέψει τη φυσική τάξη. Κοιμάται ή καλύτερα προσπαθεί να κοιμηθεί τη μέρα-η σχέση του με τον ύπνο είναι πολύ κακή-και παραμένει ξύπνιος τη νύχτα.
     Ένα βράδυ δέχεται την επίσκεψη ενός από τους λίγους ανθρώπους που έχει επαφή. Είναι ο Απόστολος Αποστόλου, ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου Ασπάλακας, όπου ο Πικρός εκδίδει τα βιβλία του. Έχει να του πει ενδιαφέροντα νέα. «Κάποιος άφησε έναν φάκελο στο γραμματοκιβώτιο του Ασπάλακα. Έναν φάκελο με ένα γράμμα γραμμένο σε υπολογιστή. Μη με ρωτάς, αποστολέας άγνωστος. Το περασμένο Σάββατο. Ήταν για σένα και για μένα». Ο άγνωστος, που αποκαλούσε τον εαυτό του ενθουσιώδη αναγνώστη και θαυμαστή του έργου του Αλκιβιάδη, του πρότεινε, έναντι αδρής αμοιβής, να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, με μόνο αναγνώστη τον ίδιο. Το μυθιστόρημα θα είναι σε τέσσερις ενότητες των είκοσι χιλ. λέξεων η κάθε μία. Κάθε ενότητα έπρεπε να παραδίδεται ανά τρίμηνο και θα αμείβονταν με το ποσό των οκτώ χιλ. ευρώ, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για τα οικονομικά του Πικρού, που είχαν αρχίσει να παίρνουν την κάτω βόλτα.
     Αρχικά ο Πικρός, αντιμετωπίζει την πρόταση με έντονη δυσπιστία. Πιστεύει ότι «Κάποιος δικός σου, προκειμένου να σε ξυπνήσει και να σε φέρει πίσω στη ζωή ντύνεται «ενθουσιώδης αναγνώστης» και σε βγάζει από το τέλμα, αυτό δεν είναι;». Όταν κάμπτεται η αρχική του δυσπιστία, αποφασίζει να γράψει το μυθιστόρημα, τηρώντας τους όρους που θέτει ο «ενθουσιώδης αναγνώστης». Μια απόφαση που πυροδοτεί αλυσίδα εξελίξεων, τόσο εκρηκτικών, που θα κάνει το ερώτημα της Phyllis Dorothy James, «Έχει κάθε μυθιστοριογράφος μια ηθική ευθύνη για τις πιθανές επιπτώσεις των όσων γράφει;» επίκαιρο όσο ποτέ.
     Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με χιούμορ, έχει έντονα του στοιχεία του σασπένς, που εντείνουν οι ανατροπές και τα ερωτήματα που προκύπτουν κατά την εξέλιξη του μύθου, ιδιαίτερο τρόπο γραφής, που φανερώνει επιρροές από τους αμερικανούς κλασικούς συγγραφείς του είδους, κι έναν πολύ έντεχνα και διεισδυτικά δομημένο κεντρικό χαρακτήρα, που με τη συμπεριφορά, τις εμμονές και τις ιδιαιτερότητές του, προκαλεί σωρεία-πολλές φορές αντιφατικών-συναισθημάτων στον αναγνώστη.    


16 Νοε 2019

Η ΤΡΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

ROBERTO SAVIANO
Μετάφραση ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
Σελ. 453, Μάιος 2019

     Ο ιταλός δημοσιογράφος Ρ. Σαβιάνο, μετά τις έρευνες και τα ρεπορτάζ που έκανε για την Καμόρρα, τη ναπολιτάνικη μαφία, έγραψε μερικά βιβλία, που αποκαλύπτουν την εγκληματική της δραστηριότητα και τις μεθόδους που χρησιμοποιεί. Από το 2006, που εκδόθηκε το πρώτο από αυτά τα βιβλία, (έχει τίτλο «Γόμορρα» και έχει μεταφραστεί σε 50 γλώσσες!) η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο και ζει σε καθεστώς αστυνομικής προστασίας. Το βιβλίο «Η Τράτα Των Παιδιών», εμπνευσμένο από όσα είδε στη διάρκεια των ρεπορτάζ που έκανε, είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.
     «Τράτα» στη ναπολιτάνικη διάλεκτο, ονομάζεται μια συμμορία που δρα στα πλαίσια της Καμόρρα, δέχεται εντολές μόνο από τους αρχηγούς της και λογοδοτεί –αν χρειαστεί-πάλι σε υψηλά ιστάμενους. Τα μέλη της, θεωρούν ότι τους δένουν άρρηκτοι δεσμοί.
     Την ιστορία της δημιουργίας μιας τράτας, μας αφηγείται στο βιβλίο του ο συγγραφέας. Ένας φιλόδοξος, αδίστακτος και με ηγετικές ικανότητες 16χρονος, που δεν έχει τελειώσει ακόμη το λύκειο, ο Νίκολας Φιορίλλο, γνωστός ως Μαραζά, διαβλέποντας ένα κενό στο κέντρο της Νάπολι, θέλει να δημιουργήσει, με τους επίσης ανήλικους φίλους του, μια τράτα. «Κι αυτός έπρεπε να βρει κάποιον υψηλά ιστάμενο να κάνει μια συμφωνία. Αλλά ποιόν; Ο δον Φελιτσιάνο Στριάνο είχε μετανοήσει, ο Κοπακαμπάνα βαστούσε γερά, αλλά, σε κάθε περίπτωση, βρισκόταν στο Ποτζορεάλε και ο Μιτσόνε ήταν ο ξένος που έτρωγε την καρδιά της Νάπολης». Όμως ο Μαραζά, θέλει να φτιάξει μια τράτα η οποία θα δρα ανεξάρτητα, δεν θα είναι υποχείριο καμιάς «οικογένειας», δεν θα δίνει λογαριασμό σε κανένα και θα διαχειρίζεται όπως επιθυμούν τα μέλη, τα «κέρδη» της.
     Λόγω του νεαρού της ηλικίας, δεν τους δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Ο Μαραζά όμως, με μακιαβελικές κινήσεις-στο σχολείο δεν πήγαινε πολύ καλά, αλλά όταν το μάθημα αναφερόταν στον Μακιαβέλι και το έργο του, ήταν όλος αυτιά- καταφέρνει να εξασφαλίσει οπλισμό, αλλά και χώρο που θα χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο. «Ο Μαραζά ήξερε ακριβώς αυτό: ότι όλα θα ξεκινούσαν πραγματικά όταν θα έβαζαν μαζί τα λεφτά τους, όταν θα είχαν στ’ αλήθεια ενωθεί, όταν το μέρος απ’ όπου θα ξεκινούσαν για να κάνουν τις δουλειές τους θα ήταν όντως κοινό. Έτσι δημιουργείται η οικογένεια. Έτσι θα έκανε πραγματικότητα το όνειρό του: την τράτα».
     Τώρα, πανέτοιμοι πια, θα βγουν στους δρόμους της Νάπολι να σπείρουν τον τρόμο και να πάρουν τα λεφτά. Γιατί λεφτά έχουν αυτοί «που πάνε να τα πάρουν και δεν περιμένουν να τους τα δώσει κάποιος».
     Ο Ρ. Σαβιάνο, μπαίνει στο μυαλό των πρωταγωνιστών του, γνωρίζει τον τρόπο σκέψης τους, τους κώδικές τους, τις αξίες τους, τις αδυναμίες τους και καταφέρνει να μας δώσει μια μοναδική τοιχογραφία του υπόκοσμου της Νάπολι και ιδιαίτερα της νεανικής εγκληματικότητας. Που ξεκινά από απλά «κόλπα» στις παιδικές χαρές και φτάνει μέχρι τις άγριες δολοφονίες.
     Το βιβλίο έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο με τίτλο «Η Μεγάλη Νύχτα Της Νάπολης». Έχει αποσπάσει την Αργυρή Άρκτο για το καλύτερο σενάριο στην Berlinale 2019 καθώς κι το βραβείο της κριτικής επιτροπής του Festival International Du Film Policier De Beaune 2019. Στην Ελλάδα ξεκίνησε να προβάλλεται από τις 26 Σεπτεμβρίου.

10 Νοε 2019

ΣΤΡΑΤΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ

      Ο Στρατής Γαλανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Διαμένει μόνιμα στη Νέα Ιωνία Αττικής. Είναι εκ γενετής τετραπληγικός και μετακινείται με αναπηρικό αμαξίδιο. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε το 1991. Μιλά τέσσερις γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά, με αντίστοιχα πτυχία πανεπιστημίων του εξωτερικού.
Μετά την πρακτική του εξάσκηση, εργάστηκε αρχικά ως δικηγόρος (1993-1996), κατόπιν ως υπάλληλος γραμματειακής υποστήριξης στον ΑΝΤΕΝΝΑ (1996) και τέλος ως διοικητικός υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ (1997-2012), από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
Διετέλεσε μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Πανελλήνιου Συλλόγου Παραπληγικών - ΠΑΣΠΑ. Έργα του: «Η Διαδρομή Και Το Κόμιστρο» (2019, Ε.Ο. Λιβάνη).
Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;
     Η πρώτη ύλη του μυθιστορήματός μου προέρχεται από προφορικές αφηγήσεις ατόμων του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος, μαρτυρίες της μητέρας μου, των αδελφών και ξαδέλφων της, των γιαγιάδων μου. Γύρω από έναν πυρήνα αληθινών περιστατικών και γεγονότων, σαρκώνεται ο καρπός της μυθοπλασίας, τι είναι όμως πραγματικό και τι επινοημένο από τη συγγραφική φαντασία, αυτό είναι δυσδιάκριτο ακόμα και σε μένα τον ίδιο. Γιατί κάθε φορά που διηγούμαστε μια ιστορία, αναγκαστικά την εφευρίσκουμε και την δημιουργούμε εξαρχής επιλέγοντας τις λέξεις με τις οποίες θα την περιγράψουμε.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το αυτό και ποιο είναι αυτό;
     Στο μέτρον του δυνατού θα ήθελα να αποφύγω τον πειρασμό του διδακτισμού και της ηθικολογίας. Δε γνωρίζω μετά βεβαιότητος τι είναι σωστό και τι λάθος, ούτε είμαι σε θέση να διακρίνω ξεκάθαρα τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει το Καλό απ’ το Κακό ώστε να την υποδείξω και στον αναγνώστη κι η μόνη αρετή την οποία θα επιθυμούσα να του εμφυσήσω, θα ήταν αυτή της διαρκούς δυσπιστίας και αμφισβήτησης απέναντι σε κάθε αυτόκλητη αυθεντία, του εαυτού μου μη εξαιρουμένου.

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι μια κοινωνική πράξη;
     Βεβαίως ναι, περιορισμένης όμως έκτασης και ισχύος. Τα βιβλία μυθοπλασίας ή ποίησης έχουν από τη φύση τους περιορισμένες φιλοδοξίες, συνήθως αρκούνται στο να παρέχουν ψυχαγωγία, να διεγείρουν συναισθήματα, να διαμορφώνουν ευαισθησίες, να παρέχουν γνώσεις και σε ορισμένες, εξαιρετικές περιπτώσειςμεγάλων, κλασικών αριστουργημάτων, να συγκροτούν έναν ορισμένο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε τον Άνθρωπο και τον Κόσμο, πλην όμως σπανίως τους αλλάζουν κι ακόμη σπανιότερα τους βελτιώνουν, είναι τα κείμενα δοκιμιακού ή θρησκευτικού περιεχομένου εκείνα που διεκδίκησαν και σφετερίστηκαν ετούτο το αμφίβολο προνόμιο υποσχόμενα Ουτοπίες, οι οποίες όμως ουδέποτε υλοποιήθηκαν επί της γης.

Πότε καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας;
     Αργά, στα σαράντα μου, σαν σύμπτωμα κρίσης της μέσης ηλικίας.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νοιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;
     Αμφίθυμα και αντιφατικά. Από τη μια πλευρά, έντονη ικανοποίηση, βαθύτερη από κάθε απλή χαρά που είχα βιώσει ως τότε, μια αίσθηση αυτοπραγμάτωσης καθώς έφτανα στον προορισμό μου και εκπλήρωνα τον μείζονα στόχο που είχα θέσει στη ζωή μου δίχως συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Από την άλλη, μια παράξενη και σχεδόν ανεξήγητη αίσθηση αποξένωσης που μου είναι δύσκολο να την εκφράσω με λόγια, αλλά θα την παραλλήλιζα με το συναίσθημα μίας μάνας που αποχωρίζεται το μοναχοπαίδι της. Αυτό το βιβλίο το έγραφα λέξη προς λέξη επί χρόνια ολόκληρα, οι ήρωές του με είχαν συντροφεύσει σε όλο αυτό το μακρύ διάστημα της κυοφορίας και τώρα που είχε πια τυπωθεί ένιωθα ότι δεν μου ανήκε πλέον, ότι είχε αυτονομηθεί και περνούσε στα χέρια αλλωνών, των αναγνωστών, των κριτικών, των μεταφραστών, των εκδοτών. Ήμουν ακόμη ο δημιουργός του, όμως εκείνο ξεκινούσε μια δική του ανεξάρτητη ζωή που ποιος ξέρει πού θα το οδηγήσει;

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;
     Χάνονται στην ομίχλη της Ιστορίας, όπως ο Χάνς Κάστορπ του Μαγικού Βουνού. Εκτός από αυτούς που πεθαίνουν ή που τους σκοτώνουν οι λέξεις μου εν τω μέσω της αφήγησης, όλοι οι υπόλοιποι θα εξακολουθήσουν να ζουν τις ζωές τους στη φαντασία των αναγνωστών αλλά και στα μελλοντικά κείμενά μου, δημιουργώντας έναν κλειστό, αυτοτροφοδοτούμενο και αυτάρκη μικρόκοσμο, παρόμοιο με αυτούς που επινόησαν ο Μπαλζάκ ή ο Φώκνερ· αυτή τουλάχιστον είναι η πρόθεσή μου.

Έχετε βιώσει συναισθήματα παρόμοια με αυτά των ηρώων σας;
     Ανήκω σε μια ευνοημένη γενιά που δε γνώρισε πόλεμο, Κατοχή, λιμοκτονία, εξέγερση ή Εμφύλιο σπαραγμό· ακόμη κι από την πιο πρόσφατη περίοδο της Απριλιανής δικτατορίας, μόνο αμυδρές και συγκεχυμένες παιδικές αναμνήσεις διατηρώ. Θα ήταν λοιπόν αλαζονικό και ανεδαφικό συνάμα εάν ισχυριζόμουν ότι έχω βιώματα και συναισθήματα ανάλογα με αυτά των πρωταγωνιστών του βιβλίου μου. Η συγγραφή ωστόσο, μεταξύ άλλων είναι και μία διαρκής και επίπονη άσκηση ενσυναίσθησης, μια συνειδητή προσπάθεια να μπεις στο πετσί ενός άλλου, να καταλάβεις πώς σκέφτεται και τι αισθάνεται σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή που διαφέρει ριζικά από την εποχή μας. Αυτή η απόσταση που μας χωρίζει από το παρελθόν είναι ταυτόχρονα εμπόδιο και προνόμιο για τον συγγραφέα· εμπόδιο επειδή δεν μπορεί να βασιστεί στη δική του πείρα για να κατανοήσει τις πράξεις των προγόνων, προνόμιο διότι του δίνει την ευκαιρία του αναστοχασμού σε συνθήκες νηφαλιότητας, απαλλαγμένες από τον επικαιρικό φανατισμό των πολιτικών και εθνικών αντιπαλοτήτων.

Σας μοιάζει κάποιος από τους ήρωες σας;
     Και ναι και όχι. Οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι πλάσματα υβριδικά, συνετέθησαν δηλαδή από κομμάτια και πλευρές της προσωπικότητας πολλών διαφορετικών ανθρώπων, σύμφωνα με την συνταγή για το τέλειο βοδινό του κυρίου Νορπουά που υποδεικνύει ο Μαρσέλ Προυστ στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο. Κάποια από αυτά τα κομμάτια είναι δικά μου, κάποια άλλα όμως προέρχονται από τις βιογραφίες και την ψυχοσύνθεση ατόμων που έτυχε να γνωρίσω προσωπικά. Η κεντρική αφηγήτρια, ένα αυτοκίνητο ονόματι Πατρίτσια είναι ον δικέφαλο, μισή εγώ, μισή η γυναίκα η οποία υπήρξε η πιο μακρόχρονη και σταθερή ερωτική σχέση της μέχρι τώρα ζωής μου, σε εκείνην ανήκει κατά κύριο λόγο το συναισθηματικό μέρος του χαρακτήρα, σε μένα το νοητικό- εγκυκλοπαιδικό. Η μέγιστη δυσκολία έγκειται νομίζω στην περιγραφή και την ενδοσκόπηση του ριζικά αλλότριου: πώς περιγράφεις έναν ναζιστή δίχως ούτε να τον ωραιοποιήσεις, ούτε και να τον δαιμονοποιήσεις,  όταν δεν είσαι ναζιστής; Πώς να αναπαραστήσεις την εμπειρία ενός λιμοκτονούντα ή μίας πόρνης, όταν δεν έχεις ποτέ πεινάσει ή εκπορνευτεί.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;
     Ήταν η καλή φίλη Νάσια Μπίθα, την οποία θέλω να ευχαριστήσω και δημοσίως για την ενθάρρυνση, την υποστήριξη αλλά και τις κριτικές παρατηρήσεις της.

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης για σας;
     Δεν ξέρω εάν υπάρχει στ’ αλήθεια ο ιδανικός αναγνώστης, θα τον φανταζόμουνα όμως ως κάποιον φιλότεχνο εστέτ, ο οποίος θα είχε τα ίδια διαβάσματα, ακούσματα και θεάματα με εμένα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθεί δίχως επεξηγήσεις τις πολλαπλές και συχνά συγκαλυμμένες διακειμενικές αναφορές του κειμένου ή την επίδραση που άσκησαν στον συγγραφέα του η μουσική, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;
     Δεν είναι η Πολύτροπος Μούσα που σε κάνει καλλιτέχνη, ούτε ο φύλακας άγγελός σου ή η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, καλλιτέχνη σε κάνουν οι δαίμονές σου, αυτούς με τους οποίους συνδιαλέγεσαι, συνυπάρχεις και αντιπαλεύεις καθημερινά. Τους προσωπικούς μου δαίμονες ανακάλυψα γράφοντας: την αναβλητικότητα, τη φυγοπονία, τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία, τις εμμονές μου, την έλξη προς το Κακό, την ικανότητα να ψεύδομαι συστηματικά και καθ’ έξιν, την αδιακρισία μου που οικειοποιείται τις ιδιωτικές στιγμές των άλλων σαν ηδονοβλεψίας που κοιτάει κρυφά από την κλειδαρότρυπα. Η ίδια η συγγραφή όμως είναι πράξη μετουσίωσης αλχημιστικής φύσεως, μια σχεδόν μαγική και ανεξιχνίαστη διαδικασία, η οποία μετατρέπει το ταπεινό και χθαμαλό σε δημιουργικό έργο· δεν ήταν μήπως ο Άμος Οζ που έγραψε ότι «κουτσομπολιό και υψηλή λογοτεχνία είναι δύο πρώτες ξαδέλφες μαλωμένες χρόνια μεταξύ τους;».

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;
     Συνέβη συχνά, ναι. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως είναι Η Διαδρομή και το Κόμιστρο απαιτεί μεγάλη ερευνητική προεργασία κατά τη διάρκεια της οποίας αναθεώρησα αρκετά στερεότυπα τα οποία έτρεφα σχετικά με το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. Το μεγαλύτερο όφελος από αυτή τη διαδικασία ήταν ότι ξεπέρασα μια μανιχαϊστική προσέγγιση των γεγονότων και των πρωταγωνιστών τους, αποποιήθηκα την μονοδιάστατη και απλουστευτική απεικόνιση των χαρακτήρων, των κινήτρων και των πράξεών τους, διαπίστωσα τα ασαφή και δυσδιάκριτα όρια μεταξύ Καλού και Κακού, Άσπρου και Μαύρου, αλλά και την απέραντη γκρίζα ζώνη που παρεμβάλλεται ανάμεσά τους. Γνώση και φανατισμός είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα, όσο μεγαλώνει η πρώτη, μειώνεται ο δεύτερος, ελπίζω την ίδια εντύπωση να αποκομίσουν και οι αναγνώστες. 

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;
     Είναι μια καινούργια εμπειρία για μένα και το εφετινό καλοκαίρι, στα πλαίσια μιας αναγνωστικής λέσχης, αποδείχθηκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ευεργετική. Πέρα από το γεγονός ότι μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω για την λογοτεχνία και την διαδικασία της συγγραφής, για πρώτη φορά διαπίστωσα ιδίοις όμμασι τον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις επενεργούν πάνω στο θυμικό και την συνείδηση των αναγνωστών ή των ακροατών τους κι αυτή η ανακάλυψη, όχι μόνο τόνωσε την αυτοπεποίθησή μου, αλλά λειτουργεί και σαν κίνητρο για να συνεχίσω την προσπάθεια.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;
     Πρόσφατα ένας αναγνώστης μου έκανε την εξής ερώτηση: «Αν το βιβλίο σου ηχούσε σαν κάποιο μουσικό όργανο, ποιο νομίζεις ότι θα ήταν;». Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά λεπτά της ώρας και πολλή, βασανιστική σκέψη για να μπορέσω να του απαντήσω. Δεν είχα ποτέ φανταστεί πως στα αυτιά ή στα μάτια ενός ακροατή ή ενός αναγνώστη οι λέξεις θα αποκτούσαν ένα συγκεκριμένο και χαρακτηριστικό ηχόχρωμα παρόμοιο με αυτό ενός μουσικού οργάνου. Κάτι τέτοιες στιγμές που ένα τρίτο πρόσωπο αναδεικνύει μια κρυμμένη διάσταση συλλαμβάνοντάς την με την δική του ατομική ευαισθησία, είναι πραγματικά αποκαλυπτικές του τρόπου με τον οποίο το κείμενο επιδρά πάνω στον ψυχισμό του αποδέκτη του.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;
     Είναι αρκετοί αυτοί τους οποίους αναγνωρίζω και τιμώ ως «δασκάλους» μου και το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από πληθώρα διακειμενικών αναφορών που αποτίουν τον οφειλόμενο φόρο τιμής. Θα αναφέρω ενδεικτικά τρεις λογοτέχνες οι οποίοι -διόλου τυχαία- συνέγραψαν πολύτομα έργα, τριλογίες ή τετραλογίες: τον Τζον Ντος Πάσος, τον Λόρενς Ντάρελ και τον ημέτερο και συνονόματο Στρατή Τσίρκα. Θα ήταν όμως άδικο να μην συμπεριλάβω τον Γουίλιαμ Φώκνερ καθώς επίσης και τρεις ιστορικούς, τα βιβλία των οποίων με συντρόφευσαν καθ’ όλη τη μακρά περίοδο της συγγραφής, τον Μαρκ Μαζάουερ, τον Χάγκεν Φλάισερ και τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, ο οποίος μάλιστα με ετίμησε με την συμμετοχή του στην παρουσίαση του μυθιστορήματός μου.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;
     Για έναν τετραπληγικό συγγραφέα η συγγραφή ενός τόσο ογκώδους έργου είναι διπλά δύσκολη υπόθεση: πέρα από το αμιγώς ερευνητικό και δημιουργικό μέρος της με τις άπειρες αμφιβολίες, αμφιταλαντεύσεις και αναθεωρήσεις που σε ταλανίζουν, η ίδια η διαδικασία της πληκτρολόγησης ή της δακτυλογράφησης αποδεικνύεται μια χρονοβόρα, επίπονη και κουραστική χειρωνακτική εργασία.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο; Έχετε «υλικό» έτοιμο στο συρτάρι σας;
     Υλικό υπάρχει, είναι όμως work in progress και όχι κάτι έτοιμο προς δημοσίευση. Η Διαδρομή και το Κόμιστρο έχει σχεδιαστεί να αποτελέσει τον πρώτο τόμο μιας τριλογίας. Καλύπτει χρονικά την περίοδο απ’  το μεγάλο Κραχ του 1929 στην Αμερική έως την Απελευθέρωση της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1944. Ο δεύτερος τόμος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου έχει ήδη γραφτεί, πραγματεύεται το σύντομο δίμηνο της Ειρήνης και το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών και ολοκληρώνεται με την καταστροφή του αυτοκινήτου που πρωταγωνιστεί στον επίλογο της εμφύλιας αναμέτρησης. Ο τρίτος τόμος, εάν ποτέ υπάρξει, θα περιγράφει αποσπασματικά και με χρονικά άλματα τη δύσκολη μεταπολεμική εποχή της ανοικοδόμησης, της μετανάστευσης και της εύθραυστης Δημοκρατίας.

Σας ευχαριστώ πολύ!


5 Νοε 2019

ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΣΤΗ ΜΕΚΚΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

ΙΩΣΗΦ Α. ΜΕΒΟΡΑΧ
Εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Σελ. 206, Μάρτιος 2019

     «Μέκκα Του Καπνού» ονομαζόταν την εποχή του μεσοπολέμου η Καβάλα που μαζί με την Ξάνθη, ήταν οι περιοχές που παρήγαγαν μια εξαιρετική ποικιλία καπνού, τον «Μπασμά», εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου. Η Καβάλα, μέχρι τον Β! παγκόσμιο πόλεμο, είχε μια ανθούσα εβραϊκή κοινότητα. Σήμερα, δεν υπάρχει ούτε ένας. «Το χειρότερο είναι πως, σήμερα, κανείς Εβραίος δεν ζει στην «πόλη σύμβολο» αρμονίας και συμβίωσης των μειονοτήτων». Την ιστορία αυτής της κοινότητας αφηγείται ο Ι. Μεβοράχ, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα, αλλά τώρα ζει στο Ισραήλ. Όμως ποτέ  δεν ξέχασε τον τόπο του, τον οποίο επισκέπτεται συχνά. «Καβάλα. Η γενέτειρά μου. Πάντα ερωτεύσιμη, πάντα εντυπωσιακή και μόνη της σε οδηγεί εκεί που ελάχιστες πόλεις στη χώρα μας μπορούν να σε πάνε».
     Η πρώτη εμφάνιση των Εβραίων στη Μακεδονία χρονολογείται από το 513 π. Χ. Τους απογόνους τους, φαίνεται ότι συνάντησε ο απόστολος Παύλος στους Φιλίππους, όταν περιόδευσε στη Μακεδονία. Τη Βυζαντινή περίοδο «Οι Εβραίοι τράβηξαν σταδιακά την προσοχή τα ηγεσίας της αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη. Ορισμένοι αυτοκράτορες επεδίωξαν με ζήλο να αποκτήσουν τον έλεγχο του πλούτου που κατείχαν και τους επέβαλαν ειδικούς φόρους…». Παρ’ όλα αυτά, οι κοινότητες συνέχισαν να μεγαλώνουν. Η μεγάλη όμως αύξηση, έγινε την Οθωμανική περίοδο. Οι διωγμοί που ξεκίνησαν ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα της Ισπανίας το 1492, ανάγκασαν διακόσιες χιλ. Εβραίους να εγκαταλείψουν τη χώρα και να κατευθυνθούν σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Ένας αριθμός κατευθύνθηκε στις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτοί όχι μόνο έγιναν ευνοϊκά δεκτοί από τον σουλτάνο που πίστευε ότι με εμπορικό τους δαιμόνιο θα συνέβαλλαν στην οικονομία της αυτοκρατορίας, αλλά και τους παραχώρησε ειδικές φορολογικές απαλλαγές. Τότε ξεκίνησε και η ανάπτυξη της κοινότητας στην Καβάλα. Σταδιακά οι Εβραίοι ενεπλάκησαν στο εμπόριο του καπνού και αρκετοί από αυτούς, κατόρθωσαν με την εργατικότητά τους και τις έξυπνες επιχειρηματικές κινήσεις, να δημιουργήσουν αξιόλογες περιουσίες. Αλλά και αυτοί που δεν είχαν τέτοιες δυνατότητες, εργαζόμενοι στα καπνομάγαζα, κατάφερναν να διατηρούν ένα καλό βιοτικό επίπεδο.
     Ο 20ος αιώνας, υπήρξε ιδιαίτερα πυκνός σε ιστορικά γεγονότα. Η εβραϊκή κοινότητα, γνωρίζει τη μεγάλη άνθηση, αλλά και την απόλυτη καταστροφή. Τον Μάρτιο του 1943, συλλαμβάνονται από τους Βούλγαρους κατακτητές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, 1.484 Εβραίοι της Καβάλας. Επίσης συλλαμβάνονται και οι Εβραίοι όλης τη περιφέρειας. Συνολικά 11.384, που στάλθηκαν στα κρεματόρια. Από αυτούς, ελάχιστοι επέστρεψαν. «Τυχεροί» θεωρούνται 42 νέοι από την Καβάλα, που βρίσκονταν εκτοπισμένοι στη Βουλγαρία σε καταναγκαστική εργασία και γλίτωσαν. Αυτοί μετά την επιστροφή τους, προσπάθησαν να «αναστήσουν» την κοινότητά της πόλης «…είχαν την ηθική υποχρέωση απέναντι στον εαυτό τους, αλλά και σε εκείνους που δεν γύρισαν ποτέ, να ξαναφτιάξουν την Κοινότητά τους». Όμως η εχθρική προς τους  εβραίους πολιτική που ακολούθησαν πολλές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, οδήγησε πολλούς από αυτούς να μεταναστεύσουν είτε στο Ισραήλ, είτε σε άλλες χώρες. Η τελευταία τελετή που έγινε στη συναγωγή της Καβάλας, ήταν ένας γάμος που έγινε τον Οκτώβριο του 1970. Έκλεισε οριστικά ένα χρόνο αργότερα. Η κοινότητα έπαψε να υπάρχει και τυπικά το 1980.
     Το πολύ αξιόλογο αυτό βιβλίο, είναι αποτέλεσμα προσπάθειας πολλών ετών. «Για χρόνια προσπάθησα να μαζέψω πληροφορίες για τους Εβραίους της Καβάλας ώστε να παραδώσω στην τοπική κοινωνία, αλλά και σε όλους τους ενδιαφερόμενους , μια αληθινή, ιστορική περιγραφή για το πέρασμα και την παρουσία των Εβραίων […] Σήμερα, αισθάνομαι πως ολοκλήρωσα ένα έργο ζωής. Και αυτό διότι κ Καβάλα υπήρξε πυλώνας συνύπαρξης και αρμονικής συμβίωσης των μειονοτήτων για πολλά χρόνια». Την αφήγηση συμπληρώνουν πολλές φωτογραφίες, βιβλιογραφία και μια Λίστα μνήμης, που περιλαμβάνει 1135 ονόματα εβραίων της Καβάλας, που θανατώθηκαν στο Ολοκαύτωμα. «Λείπουν τα ονόματα 349 παιδιών έως δεκατριών ετών που θανατώθηκαν αλλά δεν καταγράφτηκαν […] Γιατί το κάθε όνομα ήταν μια ξεχωριστή ύπαρξη, μια διαφορετική ανθρώπινη ιστορία. Ο λίγος χρόνος που χρειάζεται από τον καθένα μας για την ανάγνωση των ονομάτων τους αποτελεί τον ελάχιστο φόρο τιμής».