ΜΙΧΑΛΗΣ
ΤΟΠΑΛΙΔΗΣ
Εκδόσεις
ΑΝΑΛΕΚΤΟ
Σελ.
305, Σεπτέμβριος 2025
Ο Σταύρος Περιπολής, γεννήθηκε σε ένα
παραθαλάσσιο χωριό της Καβάλας το 1939 κι έμεινε ορφανός από μητέρα από την
τρυφερή ηλικία των έξι ετών. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα κι
απέφευγε τις πολλές επαφές με τους συνομηλίκους του. Ο μόνος του φίλος ήταν ο
συμμαθητής του ο Μερκούρης.
Τελείωσε χωρίς καμιά δυσκολία το Δημοτικό
και το (εξατάξιο τότε) Γυμνάσιο. Πέρασε εύκολα τις εξετάσεις του πανεπιστημίου
και μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές
του, εργάστηκε στις οικοδομές και σαν σερβιτόρος. Παρά τις οικονομικές
δυσκολίες πήρε το πτυχίο του με «άριστα» και μετά την στρατιωτική του θητεία,
διορίστηκε σε Γυμνάσιο της επαρχίας. Κι εκεί, οι επαφές του με τους συναδέλφους
του, ήταν οι απολύτως απαραίτητες και τυπικές. Ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο συζητούσε,
ήταν ο σπιτονοικοκύρης του, ο κυρ-Βασίλης, ο οποίος στο πρόσωπο του Σταύρου,
βρήκε έναν άνθρωπο εχέμυθο, στον οποίο μπορούσε να εξομολογηθεί όσα έκρυβε στα
μύχια της ψυχής του και ο οποίος μπορούσε να τον καταλάβει.
Αργότερα παντρεύτηκε μια συγγενή του
κυρ-Βασίλη κι έκανε οικογένεια. Όλα αυτά τα χρόνια όμως, ο μονήρης και
απόμακρος χαρακτήρας του δεν άλλαξε. «Αγέλαστος, ανάποδος, κακότροπος […]
Μπορούσε να σε εκθέσει, να σε προσβάλει, να σε μηδενίσει, με τον δικό του
δηκτικό και βαθιά ειρωνικό τρόπο […] Αντιμετώπιζε τους πάντες από μίαν
απόσταση, ορθώνοντας έναν απροσπέλαστο τοίχο. Άκουγε ότι είχες να του πεις,
ανέκφραστος και ασυγκίνητος, χωρίς να αφήνει χαραμάδα, να καταλάβεις ότι
ταυτίζεται, έστω ελάχιστα, έστω μερικές φορές».
Λίγο καιρό μετά το θάνατο της συζύγου του,
μετακόμισε στο σπίτι του μικρότερου γιου του, του Άγγελου, σε ένα χωριό λίγο
έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα που μετέφερε, ήταν και το
κασόνι με τα εργαλεία του. Τα οποία ήταν φύρδην μίγδην εκτός από ένα πριόνι το
οποίο «…φρόντιζε και πρόσεχε τόσο πολύ. Τις λίγες φορές που τον είδα να
το έχει στα χέρια του, έπαιρνε μια γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο κι ένα χαμόγελο
ανεξήγητο, σπάνια και τα δύο για κείνον. Το καθάριζε, περνούσε τη λάμα με το λάδι
που είχε η μάνα μου για την ραπτομηχανή της και το τοποθετούσε με προσοχή στο
ξύλινο κασόνι».
Αυτό το πριόνι έψαχνε ο Άγγελος δύο χρόνια
μετά το θάνατο του πατέρα του, αφού του χρειάστηκε για να μαστορέψει κάτι στον
κήπο του. Όμως αυτό ήταν άφαντο. «Είχα βγάλει με προσοχή τα πράγματα απ’
το κασόνι: μια βαριοπούλα, τρεις σφιγκτήρες, μια σφήνα για να σχίζει τα
κούτσουρα, διάφορα άλλα μικροσιδερικά, πένσες, τανάλιες, βίδες, παξιμάδια […]
Το πριόνι πουθενά. Καθώς κοίταζα το σχεδόν άδειο κασόνι, στον πυθμένα του
διέκρινα μια μπλε επιφάνεια. Ήταν ένα τετράδιο, ίδιο μ’ αυτά που είχα μαθητής
στο σχολείο […] Στην ετικέτα έγραφε με μπλε στυλό «ΙΖΑΜΠΩ», αρκετά πλουμιστό
και καλλιγραφικό». Ένα τετράδιο που τα γραφόμενά του, θα συγκλονίσουν
τον Άγγελο, θα καταρρίψουν πολλές από τις βεβαιότητές του και θα τον
«αναγκάσουν» ν’ αναθεωρήσει πολλά απ’ όσα πίστευε ως δεδομένα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου