ΒΑΓΓΕΛΗΣ
ΜΠΕΚΑΣ
Εκδόσεις
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Σελ.
424, Σεπτέμβριος 2020
Ο Αϊ Γιώργης, είναι ένα χωριό κοντά στα σύνορα με την Τουρκία στον Έβρο. Εκεί ζει ο Νίκος Ντούσκας με τη γυναίκα του Μάγδα και τον επτάχρονο γιό του Γιωργάκη. Ο Νίκος έχει τελειώσει το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη, έζησε για λίγο καιρό εκεί, αλλά οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε ο πατέρας του, τον ανάγκασαν να επιστρέψει και να εγκατασταθεί στο χωριό. Όπου συνέχισε να ζει ακόμα και μετά την απώλεια της οικογενειακής περιουσίας και τον θάνατο του πατέρα του. Αντίθετα, ο μικρός αδελφός του Δημήτρης, ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη κι έρχεται στο χωριό μόνο ως επισκέπτης.
Αν και ήταν πάντα αντίθετος στη χρήση των
όπλων, μια μέρα υποκύπτει στις έντονες παρακλήσεις του γιου του και αποφασίζει
να πάνε μαζί για κυνήγι. Προσπαθώντας να βρει ένα πέρασμα σε ένα μικρό
χείμαρρο- είναι άνοιξη λίγο πριν το Πάσχα, τα χιόνια λιώνουν και να νερά είναι
φουσκωμένα- πέφτει, ζαλίζεται ελαφρά και σπάζει το παγούρι του. Ο μικρός,
πρόθυμος να βοηθήσει και να φανεί χρήσιμος, λέει στον πατέρα του, ότι θα
επιστρέψει στο σπίτι, να φέρει ένα άλλο παγούρι, το οποίο θα τους ήταν
απαραίτητο, μια και το πόσιμο νερό από το συγκεκριμένο σημείο και πάνω, θα ήταν
δυσεύρετο. Στη συνέχεια θα συνεχίσουν το κυνήγι. Ο μικρός φεύγει τρέχοντας.
Όμως η ώρα περνάει και ο Γιωργάκης είναι άφαντος. Ο Νίκος επιστρέφει στο χωριό
και αρχίζει να τον ψάχνει. Μετά από αναζήτηση κάποιας ώρας σε όλα τα πιθανά
σημεία μέσα στο χωριό, καταλαβαίνει ότι ο μικρός έχει εξαφανιστεί. Κάτι που
έχει ξανακάνει. Τώρα που κάπως μεγάλωσε, όταν ακούει τον Νίκο με τη Μάγδα να
μαλώνουν, έφευγε από το σπίτι και κρυβόταν στο δάσος. «Δεν άντεχε τους τσακωμούς μου με
τη Μάγδα. «Σταματήστε μπαμπά, σταματήστε» μας έλεγε, αλλά εμείς τον χαβά μας.
Μάλλον γι’ αυτό κρυβόταν στο δάσος, γι’ αυτό ήθελε να μας τη σπάσει».
Μετά από λίγο όμως ηρεμούσε κι εμφανιζόταν. Κάτι που δεν συνέβη αυτή τη φορά.
Ο Νίκος επιστρέφει στο δάσος και ξεκινά
την αναζήτηση σε σημεία που μπορούσε να έχει κρυφτεί. «Πήγα τον έψαξα παντού στις
στάνες στα χωράφια, το σώμα μου πέτρα απ’ την ένταση. Κι ο σφυγμός να χτυπά μες
στα αυτιά μου. Έφτασα κι ως τη στάνη του Σαγρή προς τα σύνορα. Βρόμα, μύγες,
μυρωδιές από γουρούνια. Φώναξα το όνομά του με όλη μου τη δύναμη, μα ο μικρός
πουθενά. Άφησα τη στάνη και μπήκα στο δάσος, πήρα την ανηφόρα να πάω πάλι να
τον ψάξω στην πηγή. Τσαλαβουτούσα στις λάσπες βιαστικός και η φανέλα μου έγινε
μούσκεμα στον ιδρώτα. Ανέβηκα στα βράχια πριν τον γκρεμό και είδα από μακριά
την πηγή και τον βούρκο. Πουθενά το παιδί μου».
Όταν όλες οι προσπάθειες δεν φέρνουν
αποτέλεσμα, ο Νίκος ζητά τη βοήθεια του προέδρου του χωριού, ο οποίος βάζει
στην αναζήτηση όλους τους ανθρώπους των ανθηρών επιχειρήσεών του. «Ο
πρόεδρος και οι δικοί του πιάσανε όλα τα μονοπάτια προς τα σύνορα, ο Ράμπο πήγε
για τον χείμαρρο κι εγώ απ’ την άλλη μεριά, προς την κορφή του βουνού. Κάθε
τόσο έβλεπα τα χακί τους αδιάβροχα, ίσα που ξεχώριζαν ανάμεσα στα δέντρα, τα
σκυλιά τους γάβγιζαν και η βροχή δυνάμωνε διαρκώς».
Κι ενώ οι ώρες της αναζήτησης γίνονται
μέρες, έρχονται διάφορες φήμες να επιτείνουν τη σύγχυση. Όπως ότι ομάδες
απρόσεκτων κυνηγών κυκλοφορούν στο δάσος, ότι ο αδελφός του Νίκου έχει
ανοιχτούς λογαριασμούς με επικίνδυνα άτομα του υποκόσμου της Θεσσαλονίκης ή ότι
στο γειτονικό χωριό που βρίσκεται στην άλλη πλευρά των συνόρων, μόλις επέστρεψε
από την Συρία, ένας επικίνδυνος τζιχαντιστής του ISIS.
Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει κάποιο
προηγούμενο έργο του Β. Μπέκα. Το συγκεκριμένο όμως είναι συναρπαστικό. Η
εξαφάνιση ενός παιδιού και η ασθματική αναζήτηση του από τον πατέρα του, φέρνει
στο φως κρυμμένα μυστικά, ψέματα, αμαρτίες του παρελθόντος που επηρεάζουν και
διαμορφώνουν το παρόν. Αποκαλύπτει
χαρακτήρες που έχουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, πάθη και συναισθήματα.
Εξαιρετικός ο μύθος και η σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Μοναδική η απόδοση της
ατμόσφαιρας και του τοπίου, με την υγρασία και την ομίχλη, να παίζουν
καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Πολύ αξιόλογο ανάγνωσμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου